- νηπτικός
- νηπ-τικός, ή, όν,A sober, Com.Adesp.1088 ([comp] Sup.), Plu.2.709b, Vett.Val.242.18; [suff] νηπ-κωτάτην· νήφειν ποιοῦσαν, Hsch. Adv. [suff] νηπ-κῶς Vett.Val.179.6, al.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νηπτικός — ή, ό (Α νηπτικός, ή, όν) [νήπτης] αυτός που απέχει από την οινοποσία, νηφάλιος, σώφρων, συνετός νεοελλ. φρ. α) «νηπτική θεολογία κίνηση και τάση τής ορθόδοξης χριστιανικής θεολογίας και ασκητικής εμπειρίας, πνευματικό περιεχόμενο τής οποίας είναι … Dictionary of Greek
νηπτικόν — νηπτικός sober masc acc sg νηπτικός sober neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηπτικωτάτην — νηπτικός sober fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηπτικωτέροις — νηπτικός sober masc/neut dat comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηπτικῶς — νηπτικός sober adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηπτικῷ — νηπτικός sober masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηπτικωτέρα — νηπτικωτέρᾱ , νηπτικός sober fem nom/voc/acc comp dual νηπτικωτέρᾱ , νηπτικός sober fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηπτικωτέραν — νηπτικωτέρᾱν , νηπτικός sober fem acc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)